ετερόχρωμος

ετερόχρωμος
ος , ον разноцветный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ετερόχρωμος" в других словарях:

  • ετερόχρωμος — η, ο (Μ ἑτερόχρωμος, ον) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά χρωμος, πολύ χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • ἑτεροχρώμους — ἑτερόχρωμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόχρωμα — ἑτερόχρωμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»